'Παράδοση είναι να δημιουργείς και μάλιστα εκ του μηδενός' Διονύσης Σαββόπουλος

Δευτέρα 5 Μαρτίου 2018

Το βιβλίο και η προσπάθεια έκδοσής του


Η ιδέα έκδοσης ενός βιβλίου ξεκίνησε αρκετά χρόνια πριν με έναυσμα μια συζήτηση το Καλοκαίρι του 2015 με ένα φιλοξενούμενο του ξενώνα. 'Πολύ θα ήθελα γυρνώντας στη χώρα μου, να πάρω μαζί μου και ένα βιβλίο, γραμμένο από σένα με τις γαστρονομικές ιστορίες που μας λες και τις συνταγές της περιοχής που μας σερβίρεις, για να θυμάμαι τις διακοπές μου' μου είπε.

Βρήκα την ιδέα ενδιαφέρουσα. Έτσι από τον Οκτώβριο του 2015, μετά το τέλος της τουριστικής σεζόν, ξεκίνησα να συγκεντρώνω όσες ιστορίες είχαν δημοσιευτεί στο bostanistas, στο blog ή αλλού και είχαν Πηλιορείτικο περιεχόμενο. Μαζεύτηκε αρκετό υλικό, που αφορούσε κυρίως τις αναζητήσεις και τους προβληματισμούς μου πάνω στην Πηλιορείτικη γαστρονομία, όπως διαμορφώθηκαν τα 4 χρόνια της (ανά)κατασκευής των κτιρίων και τα 10 χρόνια λειτουργίας του ξενώνα. Από δω και πέρα άρχισαν τα δύσκολα.

Έπρεπε να απαντηθούν μια σειρά ερωτήσεις, που θα διαμόρφωναν το τελικό περιεχόμενο και τη μορφή του βιβλίου.
Τι τέλος πάντων βιβλίο ήθελα; ή ακόμη περισσότερο τι είδους βιβλίο είχα την ικανότητα να γράψω;
- ένα διαφημιστικό του ξενώνα ΑΜΑΝΙΤΑ;
- ένα βιβλίο συνταγών;
- μια απλή συρραφή ιστοριών;
- μια αυτοβιογραφική εξιστόρηση γαστρονομικών αναζητήσεων;
Εξ αρχής απέκλεισα το να είναι ένα βιβλίο συνταγών. Δεν είμαι σεφ, δεν είμαι κουζινογράφος, δεν μπορούσα, δεν είχα την ικανότητα να το κάνω. Μου αρέσει να διηγούμαι ιστορίες, με ενδιαφέρει η γαστρονομία, μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου η διατροφή και οι πρώτες ύλες της έπαιζαν κυρίαρχο ρόλο στη ζωή μας. Αποφάσισα λοιπόν η μορφή του βιβλίου να παρουσιάζει τις ιστορίες ενός προσωπικού οδοιπορικού, πως από το μπακάλικο του πατέρα μου στην Καρδίτσα και τη θητεία μου σαν στέλεχος επιχειρήσεων στην Αθήνα βρέθηκα ξενοδόχος στο Πήλιο, διανθισμένο με τις αντίστοιχες συνταγές.
Ένα βράδυ του Ιανουαρίου του 2016, γυρνώντας στο σπίτι μετά από ένα δείπνο σε φιλικό σπίτι με καλό φαγητό και κρασί, προσπαθώντας να κοιμηθώ ξαναδιάβαζα το βιβλίο του Lacarriere ‘ερωτικό λεξικό της Ελλάδας’. Εκεί έπεσα πάνω στο παρακάτω κομμάτι, που άλλαξε το βιβλίο και γενικότερα τον τρόπο που θέλουμε να επικοινωνούμε με τους φιλοξενούμενούς μας:
‘Σήμερα, αν ξαναγύριζε ο Οδυσσέας στην Ιθάκη θα έβρισκε την Πηνελόπη να διευθύνει κάποιον ξενώνα, κάποιο ξενοδοχείο για τουρίστες. Θα έπρεπε σίγουρα να μιλήσει κάποιος μια μέρα για τούτη την Ελλάδα (προπάντων για τούτη!) που, για πρώτη φορά στην ιστορία της, δεν εξάγει τους μύθους της σ’ όλο τον κόσμο, αλλά εισάγει τον υπόλοιπο κόσμο,  που έρχεται ν’ αναζητήσει σ’ αυτήν τους μύθους που την έχουν για πάντα εγκαταλείψει.’
Όντως αυτός είναι ο αγώνας μας αυτά τα 11 χρόνια, που λειτουργούμε τον ξενώνα. Να παρουσιάσουμε αυτούς τους μύθους μέσα από τη γαστρονομία. Κάποιους τους βρίσκουμε ακόμη ζωντανούς, κάποιους τους ανασύρουμε από τη λήθη, κάποιους άλλους πρέπει να τους ξαναεφεύρουμε ή ακόμα και να τους δημιουργήσουμε ‘εκ του μηδενός’.

Ξεκίνησα να φτιάχνω το βιβλίο ξανά από την αρχή αναδιαμορφώνοντας τα κείμενα, προσθέτοντας, αφαιρώντας, έφτιαξα προλόγους, επιλόγους, πρόσθεσα ιστορίες και συνταγές και βγήκε ένα προσχέδιο, που αντιστοιχούσε σε 140 περίπου σελίδες βιβλίου. Εν τω μεταξύ είχε τελειώσει το 2016 και είχαμε μπει στο 2017. Είχα πια το κείμενο που αποτελούνταν από 34 ιστορίες και 63 συνταγές. Είχα πάρει και την απόφαση, που διπλασίασε το κόστος, να γίνουν 2 εκδόσεις μια ελληνική και μια αγγλική. Ήθελα το βιβλίο να έχει την ατμόσφαιρα των βιβλίων του Θέμου Ποταμιάνου, όπου οι μικρές ιστορίες διανθίζονταν με γκραβούρες και σκιτσάκια. Προθυμοποιήθηκε (;) η κόρη μου Ζωή, φοιτήτρια αρχιτεκτονικής, να φτιάξει τα σχετικά σκίτσα. Ένα βιβλίο δηλαδή οικογενειακό και χειροποίητο. Τον Απρίλιο του 2017 έκανα μια βόλτα από τυπογραφεία και πήρα την πρώτη κρυάδα. Το κόστος δεν μπορούσα να το αντέξω, καθώς ξεκίναγε και η σεζόν του ξενώνα και υπήρχαν άλλες προτεραιότητες.
Έδωσα τα κείμενα για αγγλική μετάφραση, έκλεισα προσωρινά το κεφάλαιο και ξεκινήσαμε τη δουλειά στην Τσαγκαράδα. Ε, τι ήταν αυτό; Πολύ ξένοι φιλοξενούμενοι μου είπαν ‘γιατί δεν βγάζεις βιβλίο με τις ιστορίες που μας λες και τις συνταγές των εδεσμάτων που φτιάχνεις;’. Εγώ απαντούσα ‘το βιβλίο είναι έτοιμο, αλλά λόγω κόστους αναζητώ ένα σπόνσορα να με βοηθήσει οικονομικά’. Τότε ο Delfino C. από το Seattle μου πρότεινε να δοκιμάσω να χρηματοδοτηθώ μέσω καμπάνιας crowdfunding. Μου φάνηκε ταυτόχρονα ενδιαφέρον, αλλά και τρομακτικό! Να εκτεθώ, να ‘ζητιανέψω’ από φίλους, ‘φίλους’, γνωστούς, αγνώστους! Το συζητήσαμε οικογενειακώς, με φίλους, με πελάτες και ρίζωσε μέσα μου η απόφαση. Μετά το τέλος της σεζόν, το Νοέμβριο του 2017 και καθώς τα νούμερα δεν έβγαιναν, προχωρήσαμε. Η δουλειά ήταν πολλή. Επιλογή της πλατφόρμας, των κειμένων, των δώρων. Με την καθοριστική συμβολή της Μαριάννας και του Φίλιππου στη δημιουργία του video και των εικόνων της καμπάνιας ετοιμαστήκαμε για να βγούμε στον αέρα αρχές Φεβρουαρίου. Από τότε και μέχρι να βγει η καμπάνια στον αέρα στις 28 Φεβρουαρίου, μεσολάβησαν γεγονότα, αρρώστιες, ατυχίες, κλπ που αν ήμουν προληπτικός θα έλεγα ότι ένα ‘αόρατο χέρι’ προσπαθεί να με εμποδίσει. Αλλά δεν είμαι προληπτικός και η καμπάνια του βιβλίου ‘οι γαστρονομικές ανησυχίες ενός ξενοδόχου’ είναι γεγονός.


Βρείτε τη στο https://igg.me/at/amanitabook  και βοηθείστε να γίνει το όνειρο πραγματικότητα.